- ὑπονοούμενος
- ὑπονοέωsuspectpres part mp masc nom sg (attic epic doric)ὑπονοέωsuspectpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
λεγάμενος — η, ο 1. αυτός για τον οποίο γίνεται ή έγινε λόγος, υπονοούμενος 2. (ειρων. ή επικριτικά) γνωστό πρόσωπο ή πράγμα που αποφεύγουμε να ονομάσουμε 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αγαπητικός, ο ερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού λέγω,… … Dictionary of Greek